átrace - ορισμός. Τι είναι το átrace
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι átrace - ορισμός


atrac-      
el.comp. antepositivo, do v.port. atracar 'amarrar uma embarcação a outra ou à terra' (1555), termo náutico comum ao esp., cat., occ. e genovês; A.G. Cunha e J.P. Machado o têm como emprt. ao it. attracare ; Corominas, entretanto, datando-o em esp. em 1587, tomando como termo náutico mediterrâneo comum às cinco línguas referidas de início, dizendo-o de etim. incerta, admite-a acaso de um ár.vulg. ' atraqqa 'aproxima-se da costa', der. do ár. ' arqa 'lançou; jogou a âncora', acrescentando que na acp. de 'fartar de comida' (1770) é só cast., do mesmo modo, talvez, que o port., na acp. de 'entrar em luta corporal' (1813); a cognação port. inclui: atraca , atracação , atracadela , atracado , atracadoiro / atracadouro , atracador , atracadura , atracamento , atracão , atracar , atraco ; desatracabilidade , desatracação , desatracado , desatracante , desatracar , desatracável
átrace      
adj.2g.s.2g. (-1881 cf. Sarv) arql.vb. relativo aos átraces, antigo povo da Etólia (Grécia), ou indivíduo desse povo
-etim do lat. atràces,ùm 'id.'; f.hist. 1881 atraces